διῃρημένως
English (LSJ)
Adv., (διαιρέω)
A separately, M.Ant.11.6, Alex.Aphr. in Metaph.296.4, Hld.10.23.
Greek (Liddell-Scott)
διῃρημένως: ἐπίρρ. (διαιρέω) χωριστά, Ἡλιόδ. 10. 23.
Adv., (διαιρέω)
A separately, M.Ant.11.6, Alex.Aphr. in Metaph.296.4, Hld.10.23.
διῃρημένως: ἐπίρρ. (διαιρέω) χωριστά, Ἡλιόδ. 10. 23.