ἁμάκις
English (LSJ)
ἅπαξ (Cret.), Hsch. (-κι- =
A -qui-, cf. ἀμάτις, πολλάκις).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμάκις: ἐπίρρ. «ἅπαξ, Κρῆτες», Ἡσύχ.: ἴδε Ahrens περὶ Δωρ. 85, Λοβ. Παράλλ. σ. 131 (ἴδε ἐν λέξ. ἅμα).
ἅπαξ (Cret.), Hsch. (-κι- =
A -qui-, cf. ἀμάτις, πολλάκις).
ἁμάκις: ἐπίρρ. «ἅπαξ, Κρῆτες», Ἡσύχ.: ἴδε Ahrens περὶ Δωρ. 85, Λοβ. Παράλλ. σ. 131 (ἴδε ἐν λέξ. ἅμα).