ἀποκομιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who leads away, Sch.E.Andr.1268: pl., ib.Hec.222. II messenger, bearer of a letter, Cat.Cod.Astr.2.193.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετακομίζων τι, ἀγγελιαφόρος, Ἄννα Κομν. σ. 304, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 219.