δύσφευκτος
English (LSJ)
ον,
A hard to be avoided, κακόν Men. Georg.12, cf. Ph.2.268.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφευκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποφύγῃ τις, Φίλων 2. 268.
ον,
A hard to be avoided, κακόν Men. Georg.12, cf. Ph.2.268.
δύσφευκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποφύγῃ τις, Φίλων 2. 268.