δύσφευκτος
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
δύσφευκτον, hard to be avoided, κακόν Men. Georg.12, cf. Ph.2.268.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cosas inevitable κακόν Men.Georg.12, cf. Hsch.ε 3449.
2 de pers. que no puede evitar, que no puede escapar de δ. βλάβῃ Crys.M.59.597.55.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφευκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποφύγῃ τις, Φίλων 2. 268.
Russian (Dvoretsky)
δύσφευκτος: которого трудно избежать, неминуемый (κακόν Men.).