ον,
A = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.
[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.