ἀπόληξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cessation, ἐνεργείας M.Ant.9.21; καταμηνίων Sor.1.62; esp. decline of life, Hp. Praec.14. II close of a sentence or period, Demetr.Eloc.182, al. III termination of a fistula, Antyll. ap. Orib.44.22.7.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, das Aufhören, der Schluß, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόληξις: -εως, ἡ, παῦσις λῆξις, Μ. Ἀντων. 9. 21· ἰδίως ἡ παρακμὴ τῆς ἡλικίας, τὸ γῆρας, ἀκμὴ ἡλικίης πάντα ἔχει χαρίεντα, ἀπόληξις δὲ τοὐναντίον Ἱππ. 28. 40.