α, ον,
A like a chest or coffin, οἴκημα θ. burial vault, Hdt.2.86; perh. to be read in Plu.2.359a. II Subst. θηκαῖον, τό,= θήκη, SIG1120 (pl., Cos).
θηκαῖος: -α, -ον, ὅμοιος θήκῃ ἢ σαρκοφάγῳ, οἴκημα θ., τύμβος, Ἡρόδ. 2. 86· διάφ. γραφ. Θηβαῖον.