κοινάσομαι

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

κοιν-άσας, Dor. for κοινώς-;

   A v. κοινόω.

Greek (Liddell-Scott)

κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. κοινόω.