ον,
A uncleansed, unclean, A.Eu.237, Fr.148.
[Seite 413] χείρ, ungereinigt, unrein, Aesch. Eum. 228
ἀφοίβαντος: -ον, ὁ μὴ καθαρθείς, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 237, Ἀποσπ. 147.