σάμερον

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A v. σήμερον. Σάμη, v. Σάμος. σαμία, v. ζημία. σαμίθη· ῥόφημά τι, ὡς Γλαυκίας ὁ ἰατρός, Hsch. σαμινά, Lacon. for θαμινά, Id. σάμμα· ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῖς, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σάμερον: Δωρ. ἀντὶ σήμερον, Πίνδ.