ζημία
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
Dor. ζαμία (SIG239Diii5 (Delph., iv B.C.), etc., later σαμία Delph.3(1).342 (ii B.C.), cf. ταμία, ἀττάμιος), ἡ,
A loss, damage, Epich. 148; opp. κέρδος, Lys.7.12, Pl.Lg.835b, Arist.EN1132b12; ζημίαν λαβεῖν or ζημίας λαβεῖν to sustain loss, S.Fr.807, D.11.11; ζημίαν ποιεῖν Ar.Pl.1124; ζημίαν ἐργάζεσθαι Is.6.20 (unless in signf. 1.2); ζ. φέρειντῇ πόλει Pl.Lg.l.c.; ζημίαν εἶναι νομίζειν = consider as loss, Isoc.3.50, Is.7.23; ζημίαν πλείονα ὑπομένειν τῆς τιμῆς PFlor.142.8 (iii A.D.).
2 ζημίαν ἐργάζεσθαι, of a slave, be guilty of a delict, Is.6.20 (v. supr.), Hyp.Ath.22.
II penalty in money, fine, ζημίην ἀποτίνειν Hdt.2.65, cf. PHal.1.195 (iii B.C.); ἐκτίνειν Pl. Lg.774e; ἱρὴν ζ. ὀφείλειν Hdt.3.52; ζημίαν καταβάλλειν D.24.83, cf. SIG l.c.; μετὰ… χρημάτων ζημίας Pl.Lg.862d; ζημίαν ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70; ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plu.Lys.27; τῆς ζημίας ἀφεθῆναι Id.Arist.4.
2 generally, penalty, ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί Hdt.1.144; ζημίαν ἔπεστί τινι Id.2.136; πρόσκειταί τινι X.Vect.4.21; γλώσσῃ ζημία προστρίβεται A.Pr. 331, cf. 384; with the penalty added, θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι, προθεῖναι, τάξαι, to make death the penalty, Th.2.24, 3.44, D.20.135; θάνατος ἡ ζ. ἐπίκειται Hdt.2.38, cf. 65; but ἐφ' οἷς οὐκ ἔστι θάνατος θάνατος ἡ ζημία Pl.Prt. 325b: in plural, θανάτου ζημίαι πρόκεινται Th.3.45 (v.l.): c. gen. criminis, ζημίαν ἀδικίας penalty for... Pl.Tht.176d, cf. Lg.860e (pl.).
b simply, expense, SIG717.81 (ii/i B.C.), PLond.5.1660.10, 1674.23 (pl., vi A.D.).
III of what is bought too dearly, a bad bargain, a dead loss, X.Mem.2.3.2: usually with Adj., φανερὰ ζᾱμία Ar.Ach.737; καθαρὰ ζημία, λαμπρὰ ζημία, Alciphr.3.21,38, cf. Alex.56.6.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ (kretisch δαμία, damnum), – 1) Verlust, Schaden, Gegensatz κέρδος, Plat. Legg. VIII, 835 b; Xen. Cyr. 2, 2, 12 (neben βλάβη) Arist. Eth. 5, 4 u. öfter; Gegensatz ὠφέλεια, Xen. Mem. 2, 3, 6; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachtheil bringen, Ar. Put. 1124; ζημίαν λαβεῖν, Schaden leiden, Dem. 11, 11. – 2) Strafe, bes. Geldstrafe, χρημάτων ζημίαις κολάζει ν Plat. Legg. VIII, 847 a; ἐκ τίνειν, bezahlen, VI, 774 e; Isocr. 1, 28; ἀποτίνειν Her. 2, 85; so καταβάλλω, ὀφλισκάνω, s. Poll. 8, 147, ἐπιτιθέναι Plat. Legg. II, 662 b. Übh. Strafe, auch Todesstrafe, Din. 1, 60; θάνατος ζημία ἐπικέεται Her. 2, 38; θάνατον ζημίαν προθεῖσι Thuc. 3, 44; Xen. Mem. 1, 2, 62 u. öfter. – Καθαρὰ ζημία, reiner Taugenichts, Alciphr. 3, 21, vgl. Ar. Ach. 737 u. Alexis Ath. III, 104 e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 dommage, perte : ζημίαν λαβεῖν DÉM éprouver un dommage ; ζημίαν ἡγεῖσθαι IL regarder comme un dommage;
2 amende pécuniaire : ζημίαν ἀποτίνειν HDT payer, acquitter une amende ; ὀφείλειν HDT devoir une amende, être condamné à une amende ; ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον PLUT être condamné à une amende d'un talent;
3 en gén. peine, châtiment : ζημίαν ἐπιτιθέναι τινί HDT infliger une peine à qqn ; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι THC ou προθεῖναι THC ou ποιεῖν XÉN infliger ou fixer par une loi la peine de mort ; θάνατος ἡ ζημία ἐπικέεται HDT, θάνατός ἐστι ἡ ζημία XÉN on est puni de mort;
4 en parl. de pers. : t. de reproche fléau, peste (cf. lat. damnum).
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζημία -ας, ἡ, Ion. ζημίη, Dor. ζᾱμία schade, verlies:; ὅστις ἐποίεις ζημίαν jij, die schade toebracht Aristoph. Pl. 1124; μὴ τὸ μὲν λαβεῖν κέρδος εἶναι νομίζετε, τὸ δ’ ἀναλῶσαι ζημίαν jullie moeten niet denken dat ontvangen gelijk is aan winst, en uitgeven slechts verlies Isocr. 3.50; uitbr. schadepost: overdr.. τοὺς ἀδελφοὺς ζημίαν ἡγεῖσθαι zijn broers als verliespost beschouwen Xen. Mem. 2.3.2; τίς δ’ οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο φανηρὰν ζαμίαν; wie is zo dwaas dat hij jullie wil kopen: zo’n evidente miskoop? Aristoph. Ach. 737. geldboete:. ζημίην ἀποτίνειν een boete betalen Hdt. 2.65.5; ἱρὴν ζημίην... τῷ Ἀπόλλωνι ὀφείλειν een heilige boete aan Apollo moeten betalen Hdt. 3.52.1. uitbr. straf, bestraffing:, τούτοισι... ταύτην τὴν ζημίην ἐπέθηκαν aan hen hebben zij die straf opgelegd Hdt. 1.144.3; θάνατον ζημίαν προτιθέναι of τάττειν of ἐπιτίθεσθαι de doodstraf opleggen, pass..; θύσαντι θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται voor wie offert is de doodstraf vastgesteld Hdt. 2.38.3; ἐφ’ οἷς οὐκ ἔστι θάνατος ἡ ζημία voor wie de doodstraf niet geldt Plat. Prot. 325b; met gen.. τῶν... ἑκουσίων ἁμαρτημάτων μείζους τὰς ζημίας θήσομεν voor vrijwillig begane misstappen zullen wij de straffen zwaarder maken Plat. Lg. 860e.
Russian (Dvoretsky)
ζημία: ион. ζημίη, дор. ζᾱμία ἡ
1 ущерб, урон, вред, убыток (ζημίαν τινὶ φέρειν Plat. или ποιεῖν Arph.): ἐπὶ ζημίᾳ τινός Xen. в ущерб кому-л.; ζημίαν ἡγεῖσθαι или νομίζειν Isocr. считать убытком; ζημίαν λαβεῖν Dem. терпеть ущерб;
2 денежное взыскание, пеня, штраф (ζημίαν ὀφείλειν Her.): ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plut. быть присужденным к пене в один талант; ζ. καθ᾽ ἑκάστην χάρακα ἐπέκειτο στατήρ Thuc. за каждый (вырванный) кол был назначен штраф в один статер; ζημίαν ἀποτίνειν Her., ἐκτίνειν Plat. или καταβάλλειν Dem. платить пеню, вносить штраф;
3 кара, наказание: χρημάτων ζ. Plat. денежный штраф; ζ. ἀδικίας Plat. кара за несправедливость; ζημίαν (ἐπι)τιθέναι τινί Plat. налагать наказания на кого-л. или устанавливать кары для кого-л.; ζημίᾳ κολάζειν или ζημιοῦν τινα Plat. (по)карать кого-л.; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι или προθεῖναι Thuc., ποιεῖν Xen. или τάττειν Arst., Dem. устанавливать смертную казнь; θάνατός τινι ἡ ζ. ἐπικέεται Her. кто-л. подлежит смертной казни.
Greek (Liddell-Scott)
ζημία: Δωρ. ζᾱμία, ἡ, βλάβη, Λατ. damnum, Ἐπίχ. 150 Ahr.· ἀντίθ. κέρδος, Λυσ. 109. 23, Πλάτ. Νόμ. 835B, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5 κἑξ.· ζημίαν λαβεῖν, νὰ ὑποστῇ ζημίαν, βλάβην, Σοφ. Ἀποσπ. 884, Δημ. 155. 12· ζ. ποιῶ τινι, προξενῶ εἴς τινα ἀπώλειαν, Ἀριστοφ. Πλάτ. 1124· ζ. ἐργάζεσθαι Ἰσαῖ. 58. 19· ζ. φέρειν τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ζ. νομίζειν, ἡγεῖσθαι Ἰσοκρ. 37B, Ἰσαῖ. 65. 39. ΙΙ. ποινὴ χρηματική, πρόστιμον, ζημίην ἀποτίνειν Ἡρόδ. 2. 65· ἐκτεῖσαι Πλάτ. Νόμ. 774E· ὀφείλειν Ἡρόδ. 3. 52· καταβάλλειν Δημ. 727. 4· μετὰ … χρημάτων ζημίας, μὲ πρόστιμον χρηματικόν, Πλάτ. Νόμ. 862D· ἀλλ’ ὡσαύτως, ζημία ἐπίκειται στατήρ, πρόστιμον ἑνὸς στατῆρος..., Θουκ. 3. 70· ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Πλούτ. Λυσ. 27· τῆς ζημίας ἀφεθῆναι ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 4· πρβλ. ἀποχρήματος. 2) καθόλου, τιμωρία, ποινή, ζ. ἐπιτιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 1. 144· ζ. ἔπεστί τινι Ἡρόδ. 2. 136· πρόσκειταί τινι Ξεν. Πόρ. 4, 21· γλώσσῃ ζημία προστρίβεται Αἰσχύλ. Πρ. 329, πρβλ. 382· προστιθεμένης τῆς ποινῆς, θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, ὁρίζειν τὸν θάνατον ὡς ποινήν, Θουκ. 2. 24., 3. 44, Δημ. 498. 7· θάνατος ἡ ζ. ἐπικέεται Ἡρόδ. 2. 38, πρβλ. 65· ἀλλά, ἐφ’ οἷς... θάνατος ἡ ζ. Πλάτ. Πρωτ. 325D· θανάτου ζ. πρόσκειται Θουκ. 3. 45· - ὡσαύτως μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, ζ. ἀδικίας, τιμωρία διὰ..., Πλάτ. Θεαιτ. 176D, πρβλ. Νόμ. 860E. ΙΙΙ. λέξις ὑβριστικὴ ἢ ὀνειδιστική, ἀλλ’ ἀείποτε μετ’ ἐπιθ., ὡς φανερὰ ζᾱμία, καθαρὰ βλάβη, ἀπώλεια ἀληθής, ἄνθρωπος οὐτιδανός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 737· καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Ἀλκίφρων 3. 21, 38, πρβλ. Ἀλέξ. Δορκ. 1. 6. (Φαίνεται ὅτι σχετίζεται πρὸς τὸ δαμάω, Κρητ. δαμία, Σανσκρ. yam (coercere), ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 3· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. dam-num, πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 2).
English (Strong)
probably akin to the base of δαμάζω (through the idea of violence); detriment: damage, loss.
English (Thayer)
ζημίας, ἡ, damage, loss (Sophocles, Herodotus down): ἡγεῖσθαι ζημίαν (Xenophon, mem. 2,4, 3; τινα, accusative of person, 2,3, 2), τί, to regard a thing as a loss: κέρδος), 8.
Greek Monolingual
και ζημία και εζημία, η (AM ζημία, Μ και εζημία
Α και δωρ. τ. ζαμία)
1. απώλεια, βλάβη, φθορά, καταστροφή
(«οι ζημιές από την πλημμύρα ήταν πολύ μεγάλες»)
2. τιμωρία, ποινή («ἀγνοοῦσι γἀρ ζημίαν ἀδικίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. απώλεια αξίας χωρίς αντιστάθμισμα («η επιχείρηση άφησε μεγάλες ζημιές»)
2. φρ. «έρχομαι σε ζημία» — με βρίσκει συμφορά
μσν.
1. αναποδιά
2. φρ. «δίδω ζημίαν» ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «γυρίζω ζημίαν» — κάνω κακό, κάνω ζημιά σε κάποιον, βλάπτω, καταστρέφω
μσν.-αρχ.
χρηματική ποινή, πρόστιμο
αρχ.
1. (ως υβριστική λέξη) άνθρωπος μηδαμινός
2. έξοδο, δαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως η λ. συνδέεται με τα ζήλος, ζητώ, δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»].
Greek Monotonic
ζημία: Δωρ. ζᾱμία, ἡ,
I. απώλεια, βλάβη, ζημιά (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. damnum, αντίθ. προς το κέρδος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ζημίαν λαβεῖν, υφίσταμαι ζημία, απώλεια, βλάβη, σε Δημ.
II. 1. χρηματικό πρόστιμο, χρηματική ποινή· ζημίην ἀποτίνειν, σε Ηρόδ.· ὀφείλειν, στον ίδ.· καταβάλλειν, σε Δημ.· ζημία ἐπίκειται στατήρ, επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο ύψους ενός στατήρα, σε Θουκ.
2. γενικά, ποινή· ζημία ἐπιτιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· ζημία πρόσκειταί τινι, σε Ξεν.· θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, καθορίζω ως ποινή τον θάνατο, σε Θουκ. κ.λπ.
III. φανερὰ ζᾱμία, καθαρή βλάβη, αληθινή απώλεια, σκέτη ζημιά, άνθρωπος τιποτένιος (φράση υβριστική ή χλευαστική), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: loss, damage, penalty (Ion.-Att.).
Dialectal forms: Dor. ζαμία
Compounds: As 2. member in ἀ-, ἐπι-ζήμιος (-α-) a. o.
Derivatives: ζημιώδης damaging (Pl., X.) and the denomin. ζημιόω damage, punish (IA) with ζημίωμα penalty, fine, loss (Pl., X.), -ωσις punishment (Arist.), -ωτής executioner (Eust., Sch.), -ωτικός subject to a ζ. (Vett. Val.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Sommer Lautstud. 157f. connected ζη-μία with ζῆλος, ζητέω, δίζημαι (s. vv.); to ζῆλος zeal: ζημία fine cf. OE anda zeal, OHG antōn punish. Kuiper Glotta 21, 281f. connected Skt. dīná-, Gr. δειλός s. v.; IE dei̯ā-).
Middle Liddell
I. loss, damage, Lat. damnum, opp. to κέρδος, Plat., etc.; ζημίαν λαβεῖν to sustain loss, Dem.
II. a penalty in money, a fine, mulct, ζημίην ἀποτίνειν Hdt.; ὀφείλειν Hdt.; καταβάλλειν Dem.; ζημία ἐπίκειται στατήρ a fine of a stater is imposed, Thuc.
2. generally a penalty, ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.; ζ. πρόσκειταί τινι Xen.; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν to make death the penalty, Thuc., etc.
III. φανερὰ ζαμία a mere good-for-nothing, a dead loss, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ζημία: dor. ζαμία
{zēmía}
Grammar: f.
Meaning: Verlust, Einbuße, Buße, Strafe (ion. att.).
Composita: Als Hinterglied in ἀ-, ἐπιζήμιος (-α-) u. a.
Derivative: Davon ζημιώδης schädlich, nachteilig (Pl., X.) und das Denominativum ζημιόω schädigen, bestrafen (ion. att.) mit ζημίωμα Strafe, Züchtigung, Verlust (Pl., X. usw.), -ωσις Bestrafung (Arist.), -ωτής Henker (Eust., Sch.), -ωτικός ‘einer ζ. unterworfen’ (Vett. Val.).
Etymology: Erklärung unsicher. Vielleicht mit Sommer Lautstud. 157f. als ζημία zu ζῆλος, ζητέω, δίζημαι (s. dd.); zu ζῆλος Eifer: ζημία Strafe vgl. ags. anda Eifer, ahd. antōn ahnden, strafen. Nicht besser Kuiper Glotta 21, 281f. (zu aind. dīná-, gr. δειλός [s. d.]; idg. dei̯ā-).
Page 1,613
Chinese
原文音譯:zhm⋯a 色米阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:處罰
字義溯源:損害*,損失,有損的,破壞;類似(δαμάζω)=制伏*)
同源字:1) (ἐπιτιμία)損害 (ἐπιτρέπω / συγχωρέω)受傷害參讀 (ἀποβολή)同義字
出現次數:總共(4);徒(2);腓(2)
譯字彙編:
1) 破壞(2) 徒27:10; 徒27:21;
2) 有損的(1) 腓3:8;
3) 是有損的(1) 腓3:7
English (Woodhouse)
fine, harm, injury, loss, penalty, punishment, damages, infliction of punishment, pains and penalties
Mantoulidis Etymological
(=βλάβη, πρόστιμο, τιμωρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται. μέ τή λέξη ζῆλος ἤ μέ τό ρῆμα δαμάω (=τιμωρῶ).
Παράγωγα: ζημιόω -ῶ (=τιμωρῶ), ζημίωμα (=ποινή), ζημίωσις, ζημιωτής, ἀζημίωτος, ζημιώδης (=βλαβερός).
Lexicon Thucydideum
mulcta, penalty, fine, 1.86.1, 2.24.1, [olim formerly τὴν ζ.] 2.87.9, 3.39.7, 3.40.5. 3.44.3, [nonnulli codd. several manuscripts προσθεῖσι]. 3.45.1. [nonnulli codd. several manuscripts ζημίαι πρόκεινται]. 3.44.3, 3.46.1, 3.47.3, 3.62.1, 3.67.2, 3.70.4, 3.47.5, 5.63.4, 8.15.1, 8.67.2.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
damage
Albanian: dëmtim, dëm; Arabic: عُطْل, ضَرَر, أِضْرَار, تَلَف, خَسَارَة; Armenian: վնաս; Asturian: dañu; Avar: зарар; Azerbaijani: xəsarət, zərər; Bashkir: зыян; Belarusian: пашкоджанне, шкода, страта; Bengali: সদমা; Bulgarian: щета, ущъ́рб; Catalan: dany, perjudici, damnatge; Chinese Mandarin: 損害/损害; Min Nan: 損害/损害, 敗害/败害; Czech: poškození, škoda; Dalmatian: damno; Danish: skade, beskadigelse; Dutch: schade; Esperanto: damaĝo; Estonian: kahju; Finnish: vaurio, vahinko, tuho, hävitys; French: dégât, dommage; Friulian: dam, daneç; Galician: dano; Georgian: ზიანი, ვნება, გაფუჭება; German: Schaden; Greek: ζημιά, ζημία; Ancient Greek: ἀγγρία, ἀδικία, ἀδίκιον, ἀλυσιτέλεια, ἀποτριβή, ἀτηρία, βλάβα, τὸ βλαβερόν, βλάβη, βλάβος, βλάμμα, βλάψις, δήλησις, ἐλάσσωσις, ἐλάττωσις, ζαμία, ζημία, ζημίωμα, κακία, κάκωσις, λύμη, τραῦμα, ὕβρις, φθορά, φθορή; Hebrew: נֶזֶק; Hindi: नुक़सान, हानी, क्षति; Hungarian: kár; Ingrian: kaiho; Irish: damáiste, díobháil, millteanas; Istriot: dagno; Italian: danno; Japanese: 痛手, 損害, 損傷; Kazakh: зиян, нұқсан; Korean: 손해(損害), 손상(損傷); Kurdish Northern Kurdish: zîyan; Kyrgyz: зыян; Latin: captio, damnum, detrimentum, incommoditas, malum, noxa, zamia; Latvian: bojājums, postījums; Lithuanian: žala, nuostolis, sugadinimas; Lombard: dann; Macedonian: штета, оштетување; Malay: kerosakan; Maori: pākarutanga; Middle English: damage; Mongolian Cyrillic: гэмтэл; Mongolian: ᠭᠡᠮᠲᠦᠯ; Norwegian Bokmål: skade; Nynorsk: skade; Occitan: damatge; Old English: æfwerdelsa, æfwerdla, hearm, æfwyrdla; Ottoman Turkish: ضرر, زیان, مضرت; Persian: زیان, خسارت, آسیب, آک, ضرر; Polish: uszkodzenie, szkoda; Portuguese: avaria, dano, estrago; Romanian: daună, avarie, pagubă, deteriorare; Romansch: donn; Russian: повреждение, ущерб, вред; Sanskrit: क्षति; Scottish Gaelic: coire, milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ште̏та; Roman: štȅta; Sicilian: dammaggiu; Slovak: poškodenie, škoda; Slovene: škoda; Spanish: daño, damno; Swedish: skada; Tagalog: pinsala, nasira, nagiba, kapinsalaan; Tajik: зарар, вайрон, зиён, хисорат; Tatar: зыян; Thai: ความเสียหาย; Tocharian B: karep; Turkish: zarar, hasar; Turkmen: zyýan; Ukrainian: пошкодження, шкода, збитки; Urdu: نقصان; Uyghur: زىيان; Uzbek: zarar, ziyon; Welsh: difrod, amhariad, amhariadau; West Frisian: skea