κιρκαία

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

( κιρκέα Gal.12.26), ἡ,

   A black swallow-wort, Vincetoxicum nigrum, Dsc.3.119, Zopyr. ap. Orib.14.64.1: κιρκαία ῥίζα, used as a charm, Apollod.3.15.1.    II κιρκαῖος ἱέραξ, a kind of hawk, PMag.Berol.1.4. κίρκας, v. κιρκίας.

German (Pape)

[Seite 1441] ἡ, eine Pflanze, circaea, Diosc. u. a. Medic.; – κιρκαία ῥίζα, ein Zaubermittel, von der Kirke benannt.

Greek (Liddell-Scott)

κιρκαία: ἡ, ἄδηλόν τι φυτόν, ἴδε Sprengel εἰς Διοσκ. 3. 124 (134)· ― κιρκαία ρίζα, χρησιμεύουσα ὡς θέλγητρον, Ἀπολλόδ. 3. 15. 1.