μύρτινος

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

η, ον,

   A of myrtle, στέφανος Eub.99; [μύρον] Thphr.Od. 28.

German (Pape)

[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4˙ πρβλ. μύρσινος.