χειά
English (LSJ)
Ion. χειή, ἡ,
A hole, esp. of serpents, Il.22.93,95, Plu.2.169e, Orph.L.473; ἥβαν οὐχ ὑπὸ χειᾷ δάμασεν he buried not his youth in a hole, Pi.I.8(7).77: pl., Schwyzer 194.5 (Crete).
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, ion. u. ep. χειή, Loch, Höhle, Schlupfwinkel, bes. der Schlangen und Drachen; Il. 22, 93. 95; Pind. I. 7, 70. S. χέεια.
Greek (Liddell-Scott)
χειά: Ἰωνικ. χειή, ἡ, ὀπή, μάλιστα ὄφεων, Ἰλ. Χ. 93, 95, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἥβαν ὑπὸ χειᾷ οὐκ ἐδάμασε, δὲν ἔθαψε τὴν νεότητά του ἐντὸς ὀπῆς, Πινδ. 1. 8 (7) ἐν τέλ. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, ἴδε τὸ ῥῆμα χάσκω).