ἀνεξάντλητος

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.