ἀνεξάντλητος
German (Pape)
[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.
ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.