ἀτελείωτος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτελείωτος Medium diacritics: ἀτελείωτος Low diacritics: ατελείωτος Capitals: ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: ateleíōtos Transliteration B: ateleiōtos Transliteration C: ateleiotos Beta Code: a)telei/wtos

English (LSJ)

ἀτελείωτον, unfinished, incomplete, Arist.Fr.70, Sor.1.33: neuter plural as adverb, ἀτελείωτα Sch.Nic.Th.456 (v.l. ἀτελειώτως).

Spanish (DGE)

-ον
1 incompleto, inacabado de una obra escrita, Arist.Fr.70, θεωρία Apollon.Cit.1.10, ref. al crecimiento de órganos, Sor.23.2, a la personalidad, Ptol.Tetr.3.14.7.
2 adv. ἀτελειώτως = sin fin, inútilmente Sch.Nic.Th.456a.

German (Pape)

[Seite 384] dasselbe, unvollständig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀτελείωτος: незаконченный, неполный Arst., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτελείωτος: -ον, μὴ τετελειωμένος, ἀτέλεστος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 59.―’Επίρρ. -τως Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 456.

Greek Monolingual

και ατέλειωτος, -η, -ο (Α ἀτέλειωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος
νεοελλ.
(για χρόνο)
1. αέναος, αιώνιος
2. διαρκής, μακροχρόνιος
3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής
4. (για ποσότητα) άπειρος, ανεξάντλητος
5. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον τελειώσει ή να τον φέρει σε πέρας, ακατόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατέλειωτος < α- στερ. + τελειώ - τελειώνω. Ο νεοελλ. τ. ατέλειωτος < ατελείωτος, με αναβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. αζήμιωτος, αθεμέλιωτος, ασυμφιλίωτος κ.ά.)].