πρόστριμμα

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.).    II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).