ου, ὁ, (αἰνός)
A terribly brave, voc. -έτη (v.l.-έτα) Il.16.31.
αἰνᾰρέτης: -ου, ὁ (αἰνός) = σφόδρα γενναῖος, Ἰλ. Π. 31: - οὕτω καὶ αἰνάρετος θάνατος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 425.