αἰνός
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
αἰνή, αἰνόν, poet.,
A = δεινός, dread, horrible, freq. in Hom., of feelings, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς, Il.4.169, 22.94, 7.215, 10.312, Od.15.342; of states and actions, as δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, Il. 5.409, Od.8.519 (Sup.), Il.18.465; of persons, dread, terrible, especially of Zeus, αἰνότατε Κρονίδη Il.4.25, etc.; σύ γ' αἰνοτάτη, of Pallas, 8.423; of monsters or animals, πέλωρα Od.10.219; ὄφις Hes.Fr.14; λῖς Theoc.25.252.
II Adv. αἰνῶς = terribly, i.e. strangely, exceedingly, Il.10.38; ἔοικέ τινι 3.158, Od.1.208; φιλέεσκε 1.264; ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.930 (lyr.); φεύγειν τι Hdt.4.76; with Adj., αἰνῶς κακός = terribly bad, Od.17.24; αἰνῶς πικρός Hdt.4.52; τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ib.61:—neut. pl. αἰνά as adverb, Il.1.414: Sup. αἰνότατον 13.52.
Spanish (DGE)
αἰνή, αἰνόν
I 1terrible, formidable (en el sent. aumentativo de enorme) de sentimientos κότος Il.8.449, μένος Il.17.565, χόλος Il.22.94, φθόνος GVI 1114.3
•terrible, insoportable ἄχος Il.4.169, κάματος Od.5.457, τρόμος Il.11.117, κνύος Hes.Fr.133.3, κακόν Od.12.275, φόβος Pi.P.5.61.
2 que impone miedo, temible, formidable Κρονίδης Il.4.25, de Palas Il.8.423, φῦλα βαρβάρων IMEG 26.12 (II/III d.C.)
•espantoso, pavoroso, temible πέλωρα Od.10.219, Theoc.24.13, φύλοπις Il.4.82, δηϊοτής Il.5.409, Hes.Th.852, πόλεμος Od.8.519, λόχος Od.4.441, Ἀχλύς Hes.Sc.227, 264, λίς Theoc.25.252.
II adv.
1 αἰνῶς = terriblemente (en sentido de enormemente) δείδοικα Il.1.555, χώσατο Il.13.165, αἰδέομαι Il.6.441, φιλέεσκε Od.1.264, φεύγουσι Hdt.4.76, ὀδυνώμενος Hp.Epid.4.12, Ἀσία ... αἰνῶς αἰνῶς ἐπὶ γόνυ κέκλιται (Asia) ha caído de rodillas de manera terrible, terrible A.Pers.930, cf. Hes.Fr.29.6, B.Fr.62a.13
•c. adj. αἰνῶς κακός Od.17.24, αἰ. πικρός Hdt.4.52, ἄξυλος Hdt.4.61.
2 αἰνόθεν αἰνῶς horror de horrores ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ' ἔσσεται αἰνόθεν αἰνῶς Il.7.97, cf. Apollon.Lex.162.
• Etimología: Cf. ai. iná- ‘fuerte’, īti- ‘calamidad’, quizá de *H2ei-.
French (Bailly abrégé)
αἰνή, αἰνόν :
terrible, affreux, effrayant ; adv. • αἰνά IL pour notre malheur.
Étymologie: DELG terme expressif, sans étymologie, ce qui n'étonne pas.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνός αἰνή, αἰνόν, vreselijk, verschrikkelijk, afschuwelijk; adv. acc. n. plur.:; αἴν’ ὀλοφυρόμεναι vreselijk jammerend Od. 22.447; αἰνὰ τεκοῦσα die tot ongeluk heeft gebaard Il. 1.414; adv. αἰνῶς ook intensiverend zeer, erg, vreselijk:. αἰνῶς δείδοικα ik ben vreselijk bang Il. 1.555; αἰνῶς κακός vreselijk slecht Od. 17.24 ; ξεινικοῖσι δὲ νομαίοισι … φεύγουσι αἰνῶς χρᾶσθαι ze deinzen er verschrikkelijk voor terug om vreemde gebruiken over te nemen Hdt. 4.76.1.
German (Pape)
αἰνή, αἰνόν, ep. und Ion. = δεινός, schrecklich, dgl. Buttmann Lexil. 1.235; Hom. oft, δηϊοτῆτι Il. 7.40, φύλοπις 4.15, χόλος 22.94, κότος 16.449, μένος 17.565, κάματος 10.312, τρόμος 7.215, ὀϊζύς Od. 15.342, μόρος Il. 18.465, ἄχος 4.169, ὄνειρος Od. 19.568, νεκάδεσσιν Il. 5.886; – Pind. P. 5.61 φόβος, 1.15 Τάρταρος, 11.55 ὕβρις; Soph. Aj. 692 ἄχος. – Komp. αἰνότερος Hom. einmal, Od. 11.427, superl. αἰνότατος Hom oft, αἰνότατε Κρονίδη Il. 4.25, αἰνοτάτη 8.423, αἰνότ. πόλεμος Od. 8.519, λόχος 4.441, κακόν 12.275, στείνει ἐν αἰνοτάτῳ Il. 8.476, αἰνοτάτην ἔριδα 14.389. – Advb. αἰνῶς Hom. oft, αἰνῶς δείδοικα Il. 1.555, τεῖρε Od. 4.441, χώσατο Il. 13.165, αἰδέομαι 6.441, αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ' ἔχω κακά Od. 17.24, ἴεται 2.327, ἄνωγεν Il. 24.198, ἄγχι γὰρ αἰνῶς Od. 22.136, αἰνῶς διεφαίνετο 9.379, ἔοικεν Il. 3.158, ἐοικότες 10.547, φιλέεσκε Od. 1.264, τέρπομαι 4.597, ἥσατο 9.353; – αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 16.255, αἴν' ὀλοφυρόμεναι 22.447, αἰνὰ τεκοῦσα Il. 1.414 vgl. αἰνὰ παθοῦσα 22.431; – αἰνότατον περιδείδια Il. 13.52; αἰνόθεν αἰνῶς 7.97; – Aesch. P. 894; Her. = sehr 4.61, 76.
Russian (Dvoretsky)
αἰνός:
1 страшный, ужасный, жуткий (χόλος, κάματος, πόλεμος Hom.; φόβος, ὕβρις Pind.; ἄχος Hom., Soph.);
2 грозный (Τάρταρος, Ζεύς Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: terrible (Il)
Other forms: ἐπαινή see Leumann Hom. Wörter 258f.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. Connected with Skt. énas crime (Pok. 10). S. LfgrE.
Middle Liddell
= δεινός,]
I. dread, dire, grim, terrible, Hom.; αἰνότατε Κρονίδη most dread son of Cronus, Il.
II. adv. -νῶς, terribly, i. e. strangely, exceedingly, Hom., Hdt.; also αἰνά as adv., Il.; Sup. -ότατον, Il.
English (Autenrieth)
dread, dreadful, dire; either with full force and seriousness of meaning, or colloquially and hyperbolically; αἰνότατε Κρονίδη, ‘horrid,’ Il. 1.552 (cf. Il. 8.423), αἰνῶς ἔοικας κείνῳ, ‘terribly’ like him, Od. 1.208.—Adv., αἰνότατον, αἰνά, αἰνῶς. τί νύ σ' ἔτρεφον αἰνὰ τεκοῦσα (since I bore thee ‘to sorrow’), Il. 1.414, cf. 418, αἰνῶς κακὰ εἵματα (‘shocking’ bad clothes), Od. 17.24.
English (Slater)
αἰνός
1 awful, dreadful ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται (P. 1.15) αἰνῷ φόβῳ (P. 5.61) αἰνὰν ὕβριν (P. 11.55)
Greek Monotonic
αἰνός: αἰνή, αἰνόν, ποιητ. και Ιων. λέξη
I. = δεινός, φοβερός, τρομερός, σκληρός, φρικτός, τρομακτικός, σε Όμηρ.· αἰνότατε Κρονίδη, φοβερότατε γιε του Κρόνου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. επίρρ. -νῶς, φοβερά, δηλ. παράδοξα, καθ' υπερβολήν, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης αἰνά, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. -ότατον, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνός: αἰνή, αἰνόν, Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξις = δεινός, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, σκληρός, χαλεπός, τρομερός, συχν. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, τρομερός, φοβερός, ἰδίως περὶ τοῦ Διός: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· ὡσαύτως κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, αὐτόθι 61: ‒ ὡσαύτως αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52.
Frisk Etymology German
αἰνός: {ainós}
Meaning: schrecklich (ep. ion., poet.),
Composita: gewöhnlich als Vorderglied in poet. Komposita, dagegen keine Ableitungen.
Etymology: Über den Ausdruck αἰνόθεν αἰνῶς Leumann Hom. Wörter 258f., über adverbielles αἰνά ibid. 166. — Unerklärt. Bisherige Vermutungen sind notiert bei Bq, WP. 1, 2, Pok. 10. αἰνός kann vom synonymen δεινός formal beeinflußt sein.
Page 1,41