ἐκτοιχωρυχέω

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A break into a house and rob it: generally, pillage, plunder, τοὺς βίους Plb.4.18.8; τὴν βασιλείαν Id.18.55.2.

German (Pape)

[Seite 782] durch Einbruch plündern, übh. ausplündern, wie ein Dieb, τοὺς βίους, τὴν βασιλείαν, Pol. 4, 18, 8. 18, 38, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοιχωρῠχέω: εἰσέρχομαι βιαίως εἰς οἰκίαν καὶ γυμνώνω αὐτήν, καθόλου, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, τοὺς βίους Πολύβ. 4. 18, 8· ἐξετοιχώρυσε τὴν βασιλείαν ὁ αὐτ. 18. 38, 2.