ατος, τό,
A draught of fish, Str.11.2.4.
[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.
ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.