νευρόσπασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
ατος, τό,
A = νευρόσπαστον, in pl., EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.
νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.