νευρόσπασμα
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English (LSJ)
-ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. απόσπασμα].
German (Pape)
τό, = νευρόσπαστον, in Vetera Lexica Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.