λάβαρον
Greek (Liddell-Scott)
λάβᾰρον: τό, = Λατ. labarum, Ρωμαϊκὴ σημαία, εἰς ἣν ὁ Κωνσταντῖνος προσέθηκε Χριστιανικὰ σύμβολα καὶ ἀπεδέξατο ὡς τὴν αὐτοκρατορικὴν σημαίαν, Εὐστ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 28-30, κ. ἀλλ.· - λάβουρον παρ’ Ἰω. Χρυσ., λάβωρον πρὰ τῷ Σῳζομενῷ.