σημαία
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
v. σημεία.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, 1) die Fahne, als Feld- od. Kriegszeichen, signum militare, Pol. 2, 32, 6 u. öfter; Plut. Fab. 12; D. Hal. 8, 65 u. sonst; auch die unter einer Fahne Streitenden, sonst σπεῖρα, Fähnlein, Banner, Pol. 6, 24, 5 u. sonst. – Beim Schol. Ar. Ran. 963 mit ἀσπίς verbunden. – 2) Bild, Bildsäule, wie signum, Ios.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enseigne, étendard.
Étymologie: σῆμα.
Russian (Dvoretsky)
σημαία: ἡ
1 (военное), знамя Polyb., Plut.;
2 воинская часть, отряд (τῆς σημαίας ἔχειν τὴν ἡγεμονίαν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σημαία: ἡ, (σῆμα 2) στρατιωτικὸν σημεῖον ἐν πολέμῳ, σημαία, ὡς καὶ νῦν, Λατ. signum militare, Πολύβ. 2. 32, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 IV, κ. ἀλλ. 2) ὁ ὑπὸ μίαν σημαίαν οὐλαμὸς ἢ σῶμα, τὸ παρὰ Ρωμαίοις manipulus, Πολύβ. 6. 24, 5, κτλ. ΙΙ. εἰκών, ἄγαλμα, ὡς τὸ Λατιν. signum, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 2. 9, 2. ΙΙΙ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 963, πανοπλία. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημαία· σημεῖον». - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σημεία ΜΑ, και σημέα Α
νεοελλ.
1. κομμάτι από ύφασμα με τα διακριτικά χρώματα και τα εμβλήματα κράτους, κόμματος, συλλόγου ή άλλου συνόλου, κν. φλάμπουρο
2. φρ. α) «γαλανόλευκη σημαία» — η ελληνική σημαία
β) «λευκή σημαία» — σύμβολο ανακωχής
γ) «κόκκινη σημαία»
i) σύμβολο κοινωνικών αγώνων και επαναστάσεων, καθώς και τών επαναστατικών κομμάτων και ιδίως του κομμουνιστικού
ii) η κρατική σημαία της ΕΣΣΔ από το 1918 ώς το 1991
δ) «μαύρη σημαία»
i) σύμβολο εξέγερσης απελπισμένων
ii) έμβλημα πειρατών
iii) σύμβολο αναρχικών
iv) σύμβολο πολέμου μέχρις εσχάτων
ε) «σημαία ευκαιρίας»
ναυτ. σημαία κράτους του οποίου οι νόμοι αλλά και η πολιτική διευκολύνουν τη νηολόγηση πλοίων ξένης ιδιοκτησίας παρέχοντας ευνοϊκότατη φορολογική κ.ά. μεταχείριση ώς το σημείο πλήρους ασυδοσίας
στ) «προσβολή σημαίας» — το αδίκημα της περιύβρισης του συμβόλου κυριαρχίας ενός κράτους
ζ) «ύψωσε την σημαία της ανταρσίας [ή της επανάστασης]» — στασίασε, επαναστάτησε
η) «καλούμαι υπό τας σημαίας» — επιστρατεύομαι
θ) «τάσσομαι υπό την σημαία κόμματος [ή παράταξης]» — προσχωρώ σε κόμμα ή παράταξη
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό σύμβολο («καὶ τὰς χρυσᾱς σημαίας τὰς ἀκίνητους λεγομένας καθελόντες», Πλούτ)
αρχ.
1. το σύμβολο της μάχης, κόκκινος χιτώνας πάνω από τη σκηνή του στρατηγού
2. στρατιωτικό σώμα πεζικού
3. εικόνα του αυτοκράτορα
4. σήμα με το οποίο δηλωνόταν η ταυτότητα και η αποστολή κάποιου
5. σημείο, σημάδι επάνω σε λίθο
6. πανοπλία
7. (κατά τον Ησύχ.) «σημαία
σημεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + κατάλ. -αία / -εία (πρβλ. αντίστοιχα κατάλ. -αῖος / -εῖος). Ο τ. σημεία είναι ο αρχαιότερος, ενώ οι τ. σημέα και σημαία είναι μτγν.].
Greek Monotonic
σημαία: ἡ (σῆμα), πολεμική σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, παντιέρα, σε Πολύβ.· στρατιωτικό σώμα που ήταν παρατεταγμένο κάτω από την ίδια σημαία, το Ρωμ. manipulus, στον ίδ.
Middle Liddell
σημαία, ἡ, σῆμα
a standard, Polyb.:— a band under one standard, the Roman manipulus, Polyb.