τλητός

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:    I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49.    II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν . . ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.

Greek (Liddell-Scott)

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.