ἡ, Dim. of κόρη, Pl.Com.69.12, Timocl.22:—hence κορίσκιον, Poll.2.17.
κορίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1· ὅθεν κορίσκιον, Πολυδ. Β΄, 17.