εὐεμής

Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

German (Pape)

[Seite 1064] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. εὐημής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεμής: -ές, (ἐμέω) εὐκόλως κινούμενος εἰς ἔμετον, Ἱππ. 645. 35· ἵνα εὐεμὲς ᾖ (οὕτως ὁ Κῶδ. rb.), ἵνα εὔκολος ᾖ ὁ ἔμετος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2. - Τύπος τις εὐημὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1249Β, πρβλ. Λοβ. ἐν Φρυν. 706. - Ἴδε Γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 551 ἐν λ. εὐεμής, δυσεμής.