περίκλυστος

Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον A.Pers.880 (lyr.):—

   A washed all round by the sea, of islands, Δῆλος h.Ap.181, cf. A.Pers.596 (lyr.), E.HF1080 (lyr.), Ephipp.5.3 (anap.); πέτρα Str.16.2.13 ; ἀπόψεις 'belvederes', Plu. Comp.Cim.Luc. 1 ; π. ὑπὸτοῦ Αἰγαίου Str.2.5.24; ἐκτοῦ ποταμοῦ D.H. 5.13.

German (Pape)

[Seite 580] rings umsvüll; Αἴαντος περικλύστα (sollte περικλυστά accentuirt sein) νᾶσος, Aesch. Pers. 588; νᾶσοι περίκλυστοι, 856; Ταφίων περίκλυστον ἄστυ, Eur. Herc. f. 1080; auch in späterer Prosa, χοιράς, Plut. sept. sap. conv. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλυστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 879· - ὁ κατακλυζόμενος πανταχόθεν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Δήλοιο περικλύστης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 596, 879, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1080, Ἔφιππος ἐν «Γηρυνόνῃ» 1. 3, Στράβ. 753· π. ὑπὸ τοῦ Αἰγαίου ὁ αὐτ. 126· ἐκ τοῦ ποταμοῦ Διον. Ἁλ. 5. 13.