ἡ, (δείρω)
A flayingknife, Id.7.25 (κρεωδ- codd.).
κρεοδείρα: ἡ, (δείρω) μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ἄλλ. κρεωδ-.