κρεοδείρα

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοδείρα Medium diacritics: κρεοδείρα Low diacritics: κρεοδείρα Capitals: ΚΡΕΟΔΕΙΡΑ
Transliteration A: kreodeíra Transliteration B: kreodeira Transliteration C: kreodeira Beta Code: kreodei/ra

English (LSJ)

ἡ, (δείρω) flaying knife, Id.7.25 (κρεωδείρα codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοδείρα: ἡ, (δείρω) μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ἄλλ. κρεωδ-.

Greek Monolingual

κρεοδείρα, ἡ (Α)
μαχαίρι για εκδορά σφαγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δείρα (< δέρω / δείρω «γδέρνω»)].