ατος, τό,
A that which is burnt in magic, PMag.Par.1.1308, al.; sacrificial victim, Hsch.s.v. ἱεράθετα.
[Seite 943] τό, das Geopferte, Opferthier, Hesych.
ἐπίθυμα: τό, ἱερεῖον, σφάγιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱεράθετα.