ον,
A very sandy, Plb.34.10.3, Str.1.3.7.
[Seite 590] sehr sandig, γῆ Pol. 34, 10; – auch Strab. 1, 3, 7.
δίαμμος: -ον, πλήρης ἄμμου, λίαν ἀμμώδης, Πολύβ. 34. 10, 3, Στράβ. σ. 52. 133.