ὑποπιέζω

Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.

German (Pape)

[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.