πιέζω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐέζω Medium diacritics: πιέζω Low diacritics: πιέζω Capitals: ΠΙΕΖΩ
Transliteration A: piézō Transliteration B: piezō Transliteration C: piezo Beta Code: pie/zw

English (LSJ)

impf. ἐπίεζον, Ep.
A πίεζον Od.12.174, etc.: fut. πιέσω Diph.18.3; Ep. πιέσσω Nonn. D. 4.146: aor. ἐπίεσα Hp.Fract.6, Hdt.9.63, Th.2.52, etc. (but subj. πιέξῃς Hp.Fract.5, inf. πιέξαι IG42(1).123.116 (Epid., iv B.C.), part. πιέξας (v.l. πιάξας) Nic.Al.224): pf. πεπίεκα Demetr.Lac. Herc.1012.44:—Pass., fut. πιεσθήσομαι Gal.11.317 (δια-), Heliod ap. Orib.10.18.15: aor. ἐπιέσθην Od.8.336, Sol.13.37, Hdt.4.11, etc.; ἐπιέχθην Hp.Fract.5, etc.: pf. πεπίεσμαι Arist.Mu.392b33, Procl.Hyp.5.49, cj. in Alciphr.3.55. etc.; πεπίεγμαι Hp.Fract.5.—From πῐεζέω we have πιεζέουσι v.l. in Id.Fract.31: impf. πιέζευν v.l. in Od.12.174, 196; part. πιεζεῦντα Hp.Off.25, Fract.9, πιεζεῦσαν Herod.8.47:—Pass., part. πιεζεύμενος Hdt.3.146, 6.108, 8.142 (always with v.l. πιεζόμενος), Hp.Nat.Puer.21, πιεζούμενος Plb.3.74.2; imper. πιεζείσθω IG4.364.7 (Corinth, iv A.D.): impf. ἐπιεζοῦντο Plb.11.33.3; so in later Gr., as Plu. Thes.6, Alc.2, etc.; Dor., Aeol., and later Gr. πῐάζω Alcm.44, Alc.148: aor. 1 ἐπίᾰσα LXX Ca.2.15, Ev.Jo.8.20; ἐπίαξα Theoc.4.35, (ἀμφ-) Ep..6: Pass., fut. πιασθήσομαι LXX Si.23.21: aor. ἐπιάσθην Apoc.19.20: pf. πεπίασμαι POxy.812 (i B. C.), Dsc.1.15, Hippiatr.34:—press tight, squeeze, χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα Il.16.510, cf. Hes.Op.497; ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Od.4.419; μ' ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλόν τε πίεζον 12.196, cf. 164; π. τὰ χείλεα compress them, Hp.VM22; ῥύγχος εἰς ὄξος πιέζων Axionic.8.5; πιέζω τοὺς ὑπευθύνους = squeezing them (like figs), to try if they are ripe, Ar.Eq.259; σφόδρα πιέζω αὐτοῦ τὸν πόδα Pl. Phd.117e; πιέζω [τὴν δεξιὰν] ἐμπαθῶς Plb.31.24.9: abs., X.Mem.3.10.13, Arist.Rh.1361b17:—Pass., to be pressed tight, ἐν δεσμοῖς Od.8.336, cf. Hp.Fract.25, al.; of wrestlers, Plu.Alc.2; πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς = are compressible, Arist.Mete.386b1.
II press down or weigh down, of a heavy weight, Σικελία αὐτοῦ πιέζω στέρνα Pi.P.1.19, cf. Ar.Pax 1032:—and in Pass., ὁ δ' ὦμος… πιέζεται Id.Ra.30, cf. X.Cyr.7.5.11: metaph., oppress, distress, π. τινὰ ἡ δαπάνη Hdt.5.35; λιμός A.Ch. 250; καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (Abresch for προσπιέζει) ib.301; συμφορὰ δ'ἑτέρους ἑτέρα π. E.Alc.894 (lyr.); αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ar. Nu.1120; πιέζει με ἡ ἀνάγκη ib.437, cf. Th.2.52:—freq. in Pass., ὑπὸ νούσοισι Sol.13.37; ὑπὸ λιμοῦ Th.1.126; πολέμῳ Hdt.4.11, 6.34; τῇ νούσῳ Pherecyd. ap. D.L.1.122, cf. Th.7.47; ταῖς εἰσφοραῖς Lys.28.3; ταῖς συμφοραῖς X.Cyr.7.2.20; σπάνει σίτου Id.HG5.4.56, etc.: abs., Hdt.7.121, etc.; of a river, to be exhausted from the heat of the sun, Id.2.25.
2 press hard, of a victorious army, τοὺς ἐναντίους Id.9.63:—Pass., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ib.60; εἴ πῃ πιέζοιντο Th.1.49, cf. X.HG2.4.34; ὑπό τινων ib.7.1.43.
3 bear hardly upon, τινα Pl.Cra.409a; τῷ λόγῳ Plu.Alc.6; ὑπὸ τῶν ἐλέγχων πιέζεσθαι Phld.D.3.8; of a point in the argument, hold fast to, Pl.Lg.965d; press it, Plb.3.21.3, Demetr.Lac. l.c., etc.; lay stress on, Plu.2.31e: c. dat., insist upon, τοῖσι περιπάτοισι Hp.Insomn.88.
b determine precisely, ἀποστήματα Procl.Hyp.5.19, cf. 49 (Pass.); π. δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον Porph.Sent.36.
4 repress, stifle, ἐν θυμῷ χόλον Pi.O.6.37; τὸν τῦφον Plu.Alc.4.
5 outweigh, τἀγαθῷ τὸ δυστυχές E.Hipp.637, cf. Supp.249 (s. v.l.).
III later, lay hold of, ταῦρον… πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, by the hoof, Theoc.4.35; αὐτὸν τῆς χειρός Act.Ap.3.7, cf. Ev.Jo.7.30, etc.

German (Pape)

[Seite 613] dor. πιάζω, πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N.T., auch πιάσαι, ἐπιάσθη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχθην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσθείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην λίαν πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευθύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ ἀνάγκη, 436; sp. D., σῶμα πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 (Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ ὄνομα φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσθαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσθῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.

French (Bailly abrégé)

f. πιέσω, ao. ἐπίεσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπιέσθην, pf. πεπίεσμαι;
I. au propr.
1 serrer, presser, étreindre, acc. ; Pass. être pressé, être courbé, se courber sous le poids de qch;
2 serrer de près, acc.;
II. fig. 1 presser : τινα λιμῷ XÉN réduire qqn à la famine ; Pass. être pressé, accablé (par le malheur, la maladie, etc.) ; tomber dans le besoin, dans la misère;
2 pousser qqn au pied du mur, réfuter;
3 presser, insister sur, prendre particulièrement en considération, acc..
Étymologie: DELG skr. pidáyati « écraser, blesser » ; cf. lat. pinso ; cf. πτίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῐέζω [ἐπί?, ἕζω?] praes. later πιάζω, Dor. en Aeol. πιέσδω, ptc. later ook πιεζῶν -οῦντος, Ion. acc. πιεζεῦντα, med. ook πιεζούμενος, Ion. πιεζεύμενος, ep. imperf. πίεζον; aor. later ἐπίασα, Ion. ἐπίεξα, Dor. ptc. πιάξας, Ion. pass. ἐπιέχθην, later ἐπιάσθην; Ion. perf. med.-pass. πεπίεγμαι drukken (op), persen, knijpen (in):; πλείοισί μ’ ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλον τε πίεζον zij bonden mij met nog meer boeien en beknelden mij nog meer Od. 12.196; π. τὰ χείλεα de lippen samenpersen Hp. VM 22; π. τοὺς ὑπευθύνους σκοπῶν ὅστις αὐτῶν ὠμός ἐστιν ἢ πέπων in de ambtenaren knijpen om te zien wie van hen rauw is en wie rijp Aristoph. Eq. 259; Σικελία τ’ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα en Sicilië drukt op zijn harige borst Pind. P. 1.19; ὁ δ’ ὦμος... πιέζεται mijn schouder wordt afgeknepen Aristoph. Ran. 30; dubbelz.. τοῦ ποδὸς τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν het riempje drukt op haar teentje Aristoph. Lys. 417; πιέζομαι ik moet ‘drukken’ Aristoph. Ran. 3. uitbr. vastpakken:; ταῦρον... πιάξας τᾶς ὁπλᾶς de stier bij de hoeνen grijpend Theocr. Id. 4.35; later arresteren. NT Io. 7.30. overdr. beknellen, in het nauw brengen:; τοὺς ἐναντίους ἐπίεσαν zij brachten de tegenstanders in het nauw Hdt. 9.63.1; ἐπίεσε δ’ αὐτούς... καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ ook de verhuizing van het platteland naar de stad drukte zwaar op hen Thuc. 2.52.1; ὁρῶντες τοὺς Κερκυραίους πιεζομένους toen ze zagen dat de Kerkyraeërs in het nauw kwamen Thuc. 1.49.7; ἡ... ἀνάγκη με πιέζει de noodzaak dwingt me Aristoph. Nub. 437; kwellen:. πιέζει λιμός honger kwelt (hen) Aeschl. Ch. 250; ἐπιέζοντο... ὑπὸ τοῦ λιμοῦ ze werden geteisterd door de hongersnood Thuc. 1.126.10; συμφορὰ δ’ ἑτέρους ἑτέρα πιέζει verschillende soorten ongeluk teisteren verschillende mensen Eur. Alc. 894. stevig vasthouden, in bedwang houden:. σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν laten wij (dat) stevig vasthouden en niet loslaten Plat. Lg. 965d; π. τὸν τῦφον zijn arrogantie in bedwang houden Plut. Alc. 4.3; ἐκεῖνον... πιέζων τῷ λόγῳ hem met zijn woorden in het gareel brengend Plut. Alc. 6.5.

Russian (Dvoretsky)

πιέζω: (fut. πιέσω, aor. ἐπίεσα; pass.: aor. ἐπιέσθην, pf. πεπίεσμαι)
1 стискивать, сдавливать, сжимать (χειρὶ βραχίονα, ἐν δεσμοῖσί τινα Hom.): ἐν τῷ παλαίειν πιεζόμενος Plut. будучи стиснут (противником) во время борьбы;
2 нажимать, надавливать: πιεζόμενοι οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται Xen. под давлением тяжести пальмы выгибаются вверх; μέτρον πεπιεσμένον NT уплотненная (т. е. полная, добросовестная) мера;
3 напирать, теснить (τοὺς ἐναντίους Her.): εἴ πη πιέζοιντο Thuc. если бы (коркирцы) оказались в стесненном положении; π. τὸν Ἀναξαγόραν Plat. опровергать (досл. ставить в трудное положение) Анаксагора;
4 притеснять, угнетать, мучить (λιμὸς πιέζει τινά Aesch.): τὰς ἀμπέλους φυλάξομεν, ὥστε μὴ αὐχμὸν πιέζειν Arph. мы присмотрим за тем, чтобы засуха не губила виноградных лоз; πιεζόμενοι ταῖς εἰσφοραῖς Lys. страдая от военных поборов;
5 подавлять, сдерживать (χόλον ἐν θυμῷ Pind.);
6 крепко держать, не упускать (ταῦρον Pind.);
7 не упускать из виду, внимательно рассматривать (τι Plat.).

English (Autenrieth)

ipf. ἐπίεζον, πίεζε, pass. aor. part. πιεσθείς: squeeze, press, pinch; fig., ἐν δεσμοῖς, ‘load with fetters,’ Od. 12.164; pass., Od. 8.336.

English (Slater)

πῐέζω
   a press upon Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.19)
   b met.,
   I suppress (feelings) ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37)
   II affect, be a burden to τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (N. 1.53)

English (Strong)

another form for πιάζω; to pack: press down.

English (Thayer)

perfect passive participle πεπιεσμενος; from Homer down; to press, press together: Sept. once for דָּרַך, Micah 6:15.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α
1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.)
2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω, πατηκώνω («πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ωθώ, σκουντώ, σπρώχνω προς τα μέσαπιέζω το ηλεκτρικό κουμπί»)
2. συνθλίβω, ζουλώ καρπό για να βγάλω τον χυμό («πιέζω τα σταφύλια»)
3. φρ. α. «πεπιεσμένος χάρτης» — χαρτί που κατασκευάζεται με ισχυρή συμπίεση και αντικαθιστά σε πολλές κατασκευές το ξύλο ή άλλες ύλες
β) «πεπιεσμένος αέρας» — αέρας του οποίου ο όγκος έχει ελαττωθεί με συμπίεση και χρησιμοποιείται ως μηχανική δύναμη
νεοελλ.-αρχ.
1. (για μαχόμενο στρατό) ασκώ πίεση, σπρώχνω δυνατά ένα σημείο της εχθρικής παρατάξεως, στενοχωρώ την παράταξη του αντιπάλου (α. «οι δυνάμεις μας πιέζουν την αριστερή πτέρυγα του εχθρού» β. «ὁ δὲ Παυσανίας μάλα πιεσθεὶς καὶ ἀναχωρήσας ὅσον στάδια τέτταρα», Ξεν.)
2. φέρνω σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ κάποιον («πιέζων τῷ λόγῳ καὶ συστέλλων ταπεινὸν ἐποίει καὶ ἄτολμον», Πλούτ.)
3. συνθλίβω κάτι με βάρος, βαραίνω, πλακώνω κάτι από πάνω («πιεζόμενοι oἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται», Ξεν.)
4. βασανίζω, προκαλώ λύπη, στενοχώρια (α. «μέ πιέζει η ανάγκη» β. «ἐπίεσε δ' αὐτοὺς πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνω ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ», Ηρόδ.)
5. (συν. το παθ.) πιέζομαι
δεινοπαθώ, υποφέρω, καταπιέζομαι («πιεζόμενος δὲ ταῖς περὶ τοὺς παῑδας συμφοραῖς» Ξεν.)
6. εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω (α. «τον πίεσαν στην Ασφάλεια και ομολόγησε» β. «πιεζόμενοι ὅμως τὸ ἐπιτασσόμενον ἐπετέλεον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. πιάνω με τα χέρια, αδράχνω («καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε», ΚΔ)
2. συλλαμβάνω (α. «ἀπέστειλον ὑπηρέτας ἵνα πιάσωσιν αὐτόν», ΚΔ
β. «καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ' αὐτοῦ ψευδοπροφήτης, Αποκ.)
3. (για παλαιστές) σφίγγω δυνατά τον αντίπαλο («ἐν μὲν γὰρ τῷ παλαίειν πιεζούμενος», Πλάτ.)
4. (για τα χείλη) σφίγγω το ένα με το άλλο, συμμαζεύω
5. μτφ. καταπνίγω («ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον», Πίνδ.)
4. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο («πιέζει τἀγαθῷ τὸ δυστυχές», Ευρ.)
5. προσδιορίζω κάτι ακριβώς («πιέζειν δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον», Πορφύρ.)
6. μτφ. τονίζω ιδιαιτέρως, εξαίρω κάτι («βέλτιστον ταῦτα τοῖς γραμματικοῖς, παρέντας ἐκεῖνα μᾶλλον πιέζειν», Πλούτ.)
7. μτφ. επιμένω σε κάτι («τοῦτο σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν πρὶν ἂν ἱκανῶς εἴπωμεν, τίποτ' ἐστὶν εἰς ὃ βλεπτέον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πιέζω (< epi-sed-jo) είναι συνθ. από πι-, μορφή με την οποία απαντά η πρόθεση ἐπί, και το ρ. ἕζω/ἕζομαι (< sed-jo-mai) και έχει επομένως τη σημ. «κάθομαι πάνω σε κάτι, σπρώχνω, συντρίβω». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, και το συγγενές αρχ. ινδ. pīdayati «πιέζω, πληγώνω» πρέπει να αναχθεί σε τ. pi-zd-eyō. Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. πιέζω αποτελεί μεταπλασμένο τ. ενός αρχικού πίζω κατά το ἕζω. Στην υπόθεση ύπαρξης αυτού του αμάρτυρου πίζω μάς οδηγεί το αρχ. ινδ. pīdayati, το οποίο ανάγεται σε ρίζα pizd- (> πίζω). Η σύνδεση του πιέζω με τον αρχ. ινδ. τ. θεωρείται πολύ πιθανή και από μορφολογική και από σημασιολογική άποψη. Εξάλλου, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το ρ. συνδέεται και με το λατ. pinso «πτίσσω, κόβω» (βλ. και λ. πτίσσω). Ο τ. πιάζω θεωρείται δωρικός αλλά μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποτέλεσμα φωνολογικής εναλλαγής κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. αμφιάζω), ενώ ο τ. πιεζ-έω είναι υστερογενής, σχηματισμένος κατά τα συνηρημένα (πρβλ. κυρέω: κύρω).
ΠΑΡ. πίεση(-ις), πίεσμα, πιεστός, πίεστρο(ν)
αρχ.
πιεσμός, πιεστήρ
νεοελλ.
πιεστής, πιεστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. πιεζογραφία, πιεζογράφος, πιεζοηλεκτρικός, πιεζοηλεκτρισμός, πιεζομαγνητισμός, πιεζομετρία, πιεζόμετρο, πιεζοξείδιο. (Β' συνθετικό) εκπιέζω, εμπιέζω, καταπιέζω, συμπιέζω
αρχ.
αμφιπιέζω, αναπιέζω, αποπιέζω, διαπιέζω, επιπιέζω, παραπιέζω, περιπιέζω, προπιέζω, προσπιέζω, συνεκπιέζω, υποπιέζω].

Greek Monotonic

πιέζω: παρατ. ἐπίεζον, Επικ. πίεζον· μέλ. πιέσω, αόρ. αʹ ἐπίεσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπιέσθην, παρακ. πεπίεσμαι ή πεπίεγμαι, σε Ομήρ. Οδ., παρατ. πιέζειν αντί ἐπιέζουν (από το πιεζέω), και Παθ. μτχ. πιεζεύμενος, σε Ηρόδ.· άλλος Δωρ. και μεταγεν. Αττ. τύπος είναι το πιάζω· αόρ. αʹ ἐπίασα ή ἐπίαξα, Παθ. αόρ. αʹ ἐπιάσθην·
I. πιέζω, ζουλώ, πιέζω σφιχτά, σε Όμηρ., Αττ.
II. 1. πιέζω ή λυγίζω εξαιτίας του μεγάλου βάρους, σε Πίνδ., Αριστοφ.· μεταφ., καταπιέζω, καταθλίβω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., υποφέρω φοβερά, σε Ηρόδ., Αττ.
2. πιέζω σκληρά, λέγεται για νικηφόρο στράτευμα, Λατ. premo, τοὺς ἐναντίους, σε Ηρόδ. — Παθ., εἴ πῃ πιέζοιντο, σε Θουκ.
3. καταστέλλω, καταπνίγω, σε Πίνδ.
III. έπειτα, λαμβάνω, πιάνω, ταῦρον πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, από την οπλή, σε Θεόκρ.· αὐτὸν τῆς χειρός, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πιέζω: παρατ. ἐπίεζον, Ἐπικ. πίεζον, Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. πιέσω, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ― ἀόρ. ἐπίεσα Ἡρόδ., Ἀττ.· πιέξῃς παρ’ Ἱππ. 755Β, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ γράφει ἐπίεσα. ― Παθ., μέλλ. πιεσθήσομαι Ὀρειβάσ., Γαλην.· ἀόρ. ἐπιέσθην Ὀδ. Θ. 336, Σόλων 12. 37, Ἡρόδ., κλπ· ἐπιέχθην Ἱππ. 755Α, Β, κτλ.· πρκμ. πεπίεσμαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 4, Ἱππ. 243, 44, κτλ.· ἀλλὰ πεπίεγμαι Ἱππ. 754G, Η, 755Α, κτλ. Ἐν τῇ Ὀδ. εὑρίσκομεν ὡσαύτως παρατ. πιέζευν ἀντὶ ἐπιέζουν, ἐκ ῥήμ. πιεζέω, Μ. 174, 196· καὶ παθ. μετοχ. πιεζεύμενος Ἡρόδ. 3. 146., 6. 108., 8. 142· ἐπιεζοῦντο Πολύβ. 11. 33, 3· καὶ ὁ τύπος ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἱππ.· ― ἀλλ’ οἱ τύποι ἐκ τοῦ πιεζέω φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστεροι, (Πλουτ. Θησ. 6, Ἀλκιβ. 2, κτλ.), καὶ ὅτι ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσήχθησαν εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῆς Ὀδ. καὶ τοῦ Ἡροδ., ἴδε Dind. de Dial. Hdt. σ. xxiii. ― Ἕτερος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. εἶναι πιάζω, Ἀλκμὰν 48, Ἀλκαῖ. 142: ― ἀόρ. α΄ ἐπίασα Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Β΄, 15), Καιν. Διαθ.· ἐπίαξα Θεόκρ. 4. 35, (ἀμφ-) Ἐπίγρ. 6· ― Παθ., μέλλ. πιασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐπιάσθην Ἀποκάλ. ιθ΄, 20 (ἴδε πιαίνω)· πρκμ. πεπίασμαι Ἱππιατρ. ― Πιέζω, πιέζω ἰσχυρῶς, δυνατά, χειρὶ ἑλῶν ἐπίεζε βραχίονα Ἰλ. Π. 510, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Ὀδ. Δ. 419· μ’ ἐν δεσμοῖσι δέαν μᾶλλόν τε πίεζον Ὀδ. Μ. 196, πρβλ. 164· π. τὰ χείλεα, συμπιέζω αὐτά, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· ῥύγχος εἰς ὄξος πιέζων Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· πιέζω τοὺς ὑπευθύνους, τοὺς πιέζω, (ὡς πιέζω τὰ σῦκα, ὅπως ἴδω ἂν εἶναι ὥριμα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259· σφόδρα π. αὐτοῦ τὸν πόδα Πλάτ. Φαίδων 117Ε· π. τὴν δεξιὰν ἐμπαθῶς Πολύβ. 32. 10, 9· ― ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 9· ― Παθ., πιέζομαι ἰσχυρῶς, δυνατά, Ὀδ. Θ. 336, Ἱππ. 767C, κτλ.· ἐπὶ παλαιστῶν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 2· πιέζεται ὅσα πόρους κενούς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 14, πρβλ. πιεστός. ΙΙ. πιέζω, βαρύνω, «πλακώνω», Σικελία αὐτοῦ π. στέρνα Πινδ. Π. 1. 35, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1032· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ δ’ ὦμος... πιέζεται ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 30, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― ἐντεῦθεν μεταφορ., καταθλίβω, στενοχωρῶ, βλάπτω, π. τινὰ ἡ δαπάνη Ἡρόδ. 5. 35· λιμὸς Αἰσχύλ. Χο. 250· καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (οὕτως ὁ Abresch ἀντὶ τοῦ προσπιέζει) αὐτόθι 301· π. ἡ τύχη Εὐρ. Ἱκέτ. 249, πρβλ. Ἀλκ. 894· αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· π. ἡ ἀνάγκη αὐτόθι 437, πρβλ. Θουκ. 2. 52· ― συχν. ἐν τῷ παθ., ὑπὸ νούσοισι Σόλων 12. 37· ὑπὸ λιμοῦ Θουκ. 1. 126· πολέμῳ Ἡρόδ. 4. 11., 6. 34· τῇ νούσῳ Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· ταῖς εἰσφοραῖς Λυσ. 179. 32· ταῖς συμφοραῖς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20· σπάνει σίτου ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 120, Ξεν., κτλ.· ἐπὶ ποταμοῦ, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται (ὁ Νεῖλος δηλ.), πάσχει μεγάλως ἐκ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25. 2) Πιέζω ἰσχυρῶς, ἐπίκειμαι, ἐπὶ νικηφόρου στρατεύματος, Λατ. premo, urgeo, τοὺς ἐναντίους Ἡρόδ. 9. 63. ― Παθ., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ὁ αὐτ. 9. 60· εἴ πη πιέζοιντο Θουκ. 1. 49· πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34., 7. 1, 43, κτλ. 3) πιέζω ἐν λογικῷ ἐπιχειρήματι, στενοχωρῶ, τινὰ Πλουτ. Κρατ. 409Α· τῷ λόγῳ Πλουτ. Ἀλκιβ. 6· ― ὡσαύτως ἐπὶ μέρους τινὸς σπουδαίου ἐν τῇ συζητήσει, ἐπιμένω εἰς αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 965D, Πολύβ. 3. 21, 3, κτλ. 4) καταπνίγω, ἀναχαιτίζω, χόλον ἐν θυμῷ Πινδ. Ο. 6. 61· τὸν τῦφον Πλουτ. Ἀλκ. 4 ΙΙΙ. μεταγεν., λαμβάνω, πιάνω, ταῦρον... πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, ἐκ τῆς ὁπλῆς, Θεόκρ. 4. 35· αὐτὸν τῆς χειρὸς Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7, πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. ζ΄, 30 κτλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to press, to push, beset (Il.).
Other forms: -έω (Hom. as v.l.; Hp., Herod., Plb.), aor. πιέσαι (IA.), pass. πιεσθῆναι (θ 336), also πι-έξαι, -εχθῆναι (Hp., Epidaur.); fut. πιέσω, perf. midd. πεπίεσμαι (Arist.; -ίεγμαι Hp.), act. πεπίεκα; besides πιάζω (Alcm., Alc., hell.). πιάσαι (-άξαι Theoc.), πιασθῆναι, πεπίασμαι (hell.), rarely w. ἐπ-, ἀπο- a.o.
Compounds: Often w. συν-, ἐκ-, ἀπο- a.o.
Derivatives: 1. πίε-(πία-)σις (συν-, ἀπο-πιέζω) f. pressing, pressure (Pl., Arist.); 2. -σμός (ἐκ-, συν- πιέζω a.o.) m. id. (Hp., Arist.); 3. -σμα (ἀπο-, ἐκ- πιέζω a.o.) n. pressure, pressed mass (Hp., Eub.); 4. -στήρ m. presser, press (Att. inscr., medic.) with -στήριος pressing, n. press (Dsc.); 5. -στρον n. id. (Hp., Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On πιεζ-έω as innovation beside older πιέζ-ω cf. κυρ-έω beside κύρ-ω a.o. (Schwyzer 721). Also πιάζω is an innovation (after the verbs in -άζω; perhaps also phonet. explainable; s. Schwyzer 244 w. lit., a.o. Wackernagel IF 25, 336f. = Kl. Schr. 2, 1032 f.). -- Not certainly interpreted. Great semantic and phonetic similarity shows Skt. pīḍáyati squeeze, press, hurt, which stands first for *pizd- and would give Gr. *πίζω. For it πιέζω after ἕζω (Schwyzer 721 n. 5)? Diff., very hard, Kuiper Acta Or. 12, 227f.: πιέζω from *pii̯es-dō as full grade of *pis-d- in Skt. pīḍ-. Further combinations hypothetic: *piz-d- from *pis-d- as d-enlargement of IE *pis- in Lat. pīnsō pound, crush (Fick, Curtius a. A.; cf. πτίσσω). -- Earlier (Brugmann, Osthoff etc.; s. Bq s.v. and WP. 2, 486 [Pok. 887]) from *(e)pi-sed-i̯ō resp. *(e)pi-zd- (> pīḍáyati) prop. *"sit upon" = squeeze explained; against this Kuiper l.c. and Mayrhofer s.v. w. rich lit. and many details.

Middle Liddell

I. to press, squeeze, press tight, Hom., Attic
II. to press or weigh down, of a heavy weight, Pind., Ar.: metaph. to oppress, straiten, distress, Hdt., Aesch., etc.—Pass. to suffer greatly, Hdt., Attic
2. to press hard, of a victorious army, Lat. premo, τοὺς ἐναντίους Hdt.:— Pass., εἴ πη πιέζοιντο Thuc.
3. to repress, stifle, Pind.
III. later to lay hold of, ταῦρον πιάξας τᾶς ὁπλᾶς by the hoof, Theocr.; αὐτὸν τῆς χειρός NTest.

Frisk Etymology German

πιέζω: (seit Il.),
{piézō}
Forms: -έω (Hom. u.a. als v.l.; Hp., Herod., Plb. u.a.), Aor. πιέσαι (ion. att.), Pass. πιεσθῆναι (seit θ 336), auch πιέξαι, -εχθῆναι (Hp., Epidaur. u.a.); Fut. πιέσω, Perf. Med. πεπίεσμαι (Arist. u.a.; -ίεγμαι Hp.), Akt. πεπίεκα; daneben πιάζω (Alkm., Alk., hell. u. sp.). πιάσαι (-άξαι Theok.), πιασθῆναι, πεπίασμαι (hell. u. sp.), vereinzelt m. ἐπ-, ἀπο- u.a.,
Grammar: v.
Meaning: drücken, pressen, bedrängen.
Composita: oft m. συν-, ἐκ-, ἀπο- u.a.;
Derivative: Davon 1. πίε-(πία-)σις (συν-, ἀπο-~ u.a.) f. das Drücken, der Druck (Pl., Arist. u.a.); 2. -σμός (ἐκ-, συν- ~ u.a.) m. ib. (Hp., Arist. u.a.); 3. -σμα (ἀπο-, ἐκ- ~ u.a.) n. Druck, gepreßte Masse (Hp., Eub. u.a.); 4. -στήρ m. Presser, Presse (att. Inschr., Mediz.) mit -στήριος pressend, n. Presse (Dsk. u.a.); 5. -στρον n. ib. (Hp., Gal.).
Etymology: Zu πιεζέω als Neubildung neben älterem πιέζω vgl. κυρέω neben κύρω u.a. (Schwyzer 721). Auch πιάζω ist Neubildung (nach den Verba auf -άζω; viell. auch lautlich zu erklären; s. Schwyzer 244 m. Lit., u.a. Wackernagel IF 25, 336f. = Kl. Schr. 2, 1032 f.). — Nicht sicher gedeutet. Große semantische und lautliche Ähnlichkeit zeigt aind. pīḍáyati drücken, pressen, verletzen, das zunächst für *pizd- steht und somit gr. *πίζω entsprechen würde. Dafür πιέζω nach ἕζω (Schwyzer 721 A. 5)? Anders, sehr hart, Kuiper Acta Or. 12, 227f.: πιέζω aus *pii̯es- als Hochstufe von *pis-d- in aind. pīḍ-. Weitere Kombination hypothetisch: *piz-d- aus *pis-d- als d-Erweiterung von idg. pis- in lat. pīnsō zerstoßen u.a. (Fick, Curtius u. A.; vgl. πτίσσω). — Früher (Brugmann, Osthoff usw.; s. Bq s.v. und WP. 2, 486 [Pok. 887]) aus *(e)pi-sed-i̯ō bzw. *(e)pi-zd- (> pīḍáyati) eig. *"draufsitzen" = drücken erklärt; dagegen Kuiper a. O. und Mayrhofer s. v. m. reicher Lit. und zahlreichen Einzelheiten.
Page 2,533-534

Chinese

原文音譯:pišzw 披誒索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:緊握
字義溯源:擠壓,緊壓,壓按,按,壓住;源自(πιάζω)*=緊握)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 壓按著(1) 路6:38

Mantoulidis Etymological

Θέμα σεδ (ἕζομαι=κάθομαι) + πρόθ. ἐπί χωρίς τό ε → πισεδ-jω → μέ ἀποβολή τοῦ σ καί τροπή τοῦ δj σέ ζ → πιέδjω → πιέζω.
Παράγωγα: πίεσις καί πίεξις, πίεσμα, πιεσμός, πιεστέος, ον, πιεστήρ, πιεστήριος, πιεστήριον (=μηχανή γιά πίεση), πιεστός, πίεστρον.

Lexicon Thucydideum

premere, to press, compress, 2.52.1, 2.58.2, 4.6.1, 4.96.3, 7.28.3,
PASS. 1.24.6. 1.49.4. 1.49.7. 1.126.10. 2.54.1. 2.68.5, 2.89.8. 2.95.2, 3.20.1, 4.66.1, 5.103.2. 7.47.2, 7.50.3, 7.87.2, 8.61.1.