ζωστός
English (LSJ)
ή, όν,
A girded, ὑπένδυμα Plu.Alex.32, cf.X.Eph.1.2, Hsch.s.v. ζῶστρα.
German (Pape)
[Seite 1145] gegürtet, umzugürten, ἐπένδυμα Plut. Al. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ζωστός: -ή, -όν, (ζώννυμι) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.