ἀορτήρ

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἀείρω)

   A strap to hang anything to, sword-belt, Od.11.609: in pl., κουλεὸν . . χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Il.11.31 (also expl. as οἱ κρίκοι τῆς θήκης, Hsch.).    2 in Od.13.438 knapsack-strap, στρόφος ἀορτήρ, v. στρόφος.

German (Pape)

[Seite 273] ῆρος, ὁ (ἀείρω), woran etwas hangend getragen wird, der Träger; Hom. fünfmal: Od. 13, 438. 17, 198. 18, 109 ἀεικέα πήρην, πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ, ein gedrehter Strick; 11, 609 σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτήρ χρύσεος ἦν τελαμών: Iliad. 11, 31 περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον, χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός, Degengehenk; – = ζωστήρ Phereer. Poll. 10, 162. – Bei Dio Chrys. sind ἵπποι ἀορτῆρες die Leinpferde, die nicht am Joch, sondern an Zugriemen ziehen, v. l. ἀκροτῆρες.

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀείρω) ἱμὰς δι’ οὗ δύναταί τις νὰ κρεμάσῃ τι, ζώνη ξίφους, Ὀδ. Λ. 609· κατὰ πληθ., κουλεὸν… χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός Ἰλ. Λ. 31: καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτήρεσ[σ]ιν· οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους, ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης». 2) Ἐν Ὀδ. ἱμὰς πρὸς ἀνάρτησιν σακκιδίου, στρόφος ἀορτὴρ, ἴδε ἐν λ. στρόφος. ΙΙ. ἀορτῆρες ἵπποι = σειραφόροι, Ἰω. Χρυσ. ὁμ. 122, τ. 6, σ. 794.