γονυπετής

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (πεσεῖν)

   A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.

German (Pape)

[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.