σκυδμαίνω
English (LSJ)
=
A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.
German (Pape)
[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.
Greek (Liddell-Scott)
σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».