σκυδμαίνω

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

=

   A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».