προγαμέω

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A live with a woman before marriage, Str.6.1.8:—Pass., of a woman, to be married before, τινι App.Syr.68.    II marry first or before, Ph.2.304, Plu.Alex.70.    2 live in wedlock before or already, BGU183.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] (s. γαμέω), vorher heirathen, beschlafen; Strab. 6, 1, 8; Schol. Od. 11, 325.

Greek (Liddell-Scott)

προγᾰμέω: συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.