ἐγκατακρούω

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

χορείαν τοῖς μύσταις

   A tread a measure among them, Ar.Ra.330.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.