ἐγκατακρούω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
χορείαν τοῖς μύσταις tread a measure among them, Ar.Ra.330.
Spanish (DGE)
1 golpear el suelo ἐγκατακρούων ποδὶ ... μύσταις χορείαν para marcar el ritmo de la danza, Ar.Ra.330.
2 clavar dentro mediante golpes, incrustar τοὺς ἥλους ... τοῖς καττύμασιν ἐ. clavar clavos en las suelas de los zapatos Clem.Al.Paed.2.11.116.
German (Pape)
[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.
French (Bailly abrégé)
1 heurter parmi;
2 enfoncer en frappant.
Étymologie: ἐν, καρδία.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατακρούω: (среди кого-л.) отбивать такт, топать: ἐ. χορείαν ποδί τισι Arph. плясать в чьем-л. кругу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
Greek Monolingual
ἐγκατακρούω (AM)
1. καρφώνω
2. χτυπώ κρατώντας το μέτρο του χορού.
Greek Monotonic
ἐγκατακρούω: μέλ. -σω, καρφώνω· ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις, κτυπώ στο μέτρο του χορού των μυστών, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. σω
to hammer in: ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις to tread a measure among the mystae, Ar.