ον,
A remaining out of five, last of five, Cic. Att. 14.21.4, 15.2.4.
πεντέλοιπος: -ον, ὁ ἐκ τῶν πέντε λειπόμενος, ἔσχατος τῶν πέντε, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 21., 15. 2.