πεντέλοιπος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
πεντέλοιπον, remaining out of five, last of five, Cic. Att. 14.21.4, 15.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
πεντέλοιπος: -ον, ὁ ἐκ τῶν πέντε λειπόμενος, ἔσχατος τῶν πέντε, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 21., 15. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο τελευταίος ενός συνόλου πέντε προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + λοιπός (< λείπω), πρβλ. κατά-λοιπος].