ὄτοβος
A rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).
[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.
ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότος ἢ δοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.