εσσα, εν, poet. for ῥικνός, Nic.Th.137.
[Seite 843] εσσα, εν, poet. = ῥικνός, runzlig, zusammengeschrumpft, γῆρας Nic. Th. 137, u. a. sp. D., wie Christod. ecphr. 340.
ῥικνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ ῥικνός, Νικ. Θηρ. 137, Χριστοδ. Ἔκφρ. 338.