δυστόχαστος
English (LSJ)
ον,
A hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.
ον,
A hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.
[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.
δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.