ἡ,
A produce, gain, Lyc.549,1394.
[Seite 112] ἡ, Erwerb, Lycophr. 549. 1394.
ἀλφή: ἡ, παραγωγή, κτῆσις, κέρδος, Λυκ. 549, 1394· ἄλφησις, εως, ἡ, Γλωσσ.