οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.
[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.
πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.